προκατακαίω

προκατακαίω
Α
1. κατακαίω εκ τών προτέρων
2. (για στρατιώτες) προχωρώ και κατακαίω καθετί που θα συναντήσω μπροστά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατακαίω «καίω ολοκληρωτικά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκατακαίοντας — προκατακαίω burn before pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέκαυσεν — προκατακαίω burn before aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”